Που βρίσκεται το ελληνικό κρασί σήμερα ;
της Jancis Robinson
Γεγονός ότι η Ελλάδα παράγει καλό κρασί είναι πλέον γνωστό σε πολλούς αληθινούς λάτρεις του οίνου σε όλο τον κόσμο και είναι κάτι το οποίο πιστεύουν ακράδαντα όλοι οι Ελληνες παρόλο που στην πράξη είναι πολύ πιο μανιώδεις καταναλωτές σε τσιγάρα και κινητά τηλέφωνα (έχει αναφερθεί ότι 12 εκατομμύρια συσκευές κινητών έχει στην κατοχή του ο συνολικός πληθυσμός των 11 εκατομμυρίων , μεταξύ των οποίων παιδιά αλλά και άτομα πολύ ηλικιωμένα ώστε να μπορούν να στέλνουν μηνύματα).
Η μπύρα, το ούζο και άλλα οινοπνευματώδη , έχουν πιο τακτική κατανάλωση στην Ελλάδα απ’ ότι το κρασί με εξαίρεση τα πιο κυριλέ εστιατόρια. Ισως επειδή οι περισσότεροι Ελληνες βρίσκουν κρασί καλής ποιότητας κυρίως στους καταλόγους με τα κρασιά των εστιατορίων με τις συνήθεις πολύ ακριβές τιμές, μπορεί σ’ αυτό να οφείλεται το ότι η τιμή του ελληνικού κρασιού μοιάζει κάπως υπερβολική αν την τοποθετήσουμε σ’ ένα διεθνές πλαίσιο.
Ωστόσο το καλό ελληνικό κρασί , ποτέ δεν θα είναι φθηνό καθώς οι περισσότεροι παραγωγοί είναι μικρής κλίμακας. Οι αμπελώνες, η πλειοψηφία των οποίων εξακολουθεί να βρίσκεται στα χέρια των αγροτών αντί των οινοπαραγωγών, παράγουν κατά μέσο όρο μόνο τη μισή σοδειά κρασιού ανά στρέμμα σε σχέση με εκείνους σε Γαλλία και Ιταλία, εξαιτίας των μειωμένων βροχοπτώσεων και της σπάνιας άρδευσης. Οι περισσότεροι από αυτούς τους αμπελώνες είναι μικροί, ασύμφοροι, καλλιέργειες των οποίων η φροντίδα γίνεται με το χέρι , συνήθως βρίσκονται σε πλαγιές λόφων και σε ασυνήθιστα μεγάλα υψόμετρα. Και το συνολικό κόστος γης και υλικών στην Ελλάδα είναι σχετικά υψηλό.
Η Ελλάδα δεν θα γίνει ποτέ σοβαρός παίκτης στο παιχνίδι του κρασιού ευρείας κατανάλωσης και χαμηλής τιμής αλλά παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για τον λάτρη του οίνου που προτίθεται να ξοδέψει από 5 έως 15 λίρες ανά μπουκάλι. Κάποιοι οινοπαραγωγοί ζητούν ακόμη περισσότερα για ένα μπουκάλι από το κρασί τους αλλά ακόμη δεν έχω δοκιμάσει κάτι από ένα πρόσφατο πεπαλαιωμένο που να αιτιολογεί μια τέτοια τιμή.
Φυσικά η Ελλάδα είχε σημαντικό ρόλο στην παραγωγή κρασιού από αρχαιοτάτων χρόνων ( ίσως ο Τόνι Μπλερ να πρέπει να μελετήσει λίγο σχετικά με τον Διόνυσο και τις Μαινάδες για να πάρει κάποια έμπνευση για το πώς αντιμετωπίζεις την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ), αλλά η σύγχρονη ελληνική αγορά κρασιού βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα. Αυτό σημαίνει ότι στην Ελλάδα, οι διεθνείς ποικιλίες σταφυλιού , Cabernet Sauvignon, Sauvignon Blanc, Chardonnay και τα Syrah και Viognier που κερδίζουν έδαφος, εξακολουθούν να έχουν τη γοητεία του καινούριου και πρωτότυπου για τους Ελληνες καταναλωτές κρασιού και μπορούν να αξιώνουν ακριβές τιμές.
Για παράδειγμα, ο Κώστας Λαζαρίδης, ένας από τα δύο αδέλφια που δημιούργησαν γειτονικά αντίπαλα οινοποιεία κοντά στη Δράμα ( να θυμάστε, μιλάμε για την Ελλάδα) είχε τεράστια επιτυχία με το «Sauvignon Blanc» δικής του εμφιάλωσης υπό την ετικέτα με τον αναμφίβολα εντυπωσιακό τίτλο «Αμέθυστος». Το κτήμα Πόρτο Καρράς που επίσης βρίσκεται στα βορειοανατολικά της χώρας και είναι το πρώτο διεθνώς αναγνωρισμένο οινοποιείο στη σύγχρονη Ελλάδα, κατοχύρωσε τη φήμη του με απομιμήσεις του κόκκινου μπορντό. Το γνωστό «Chateau ( αυτολεξεί) Πόρτο Καρράς 2001» είναι ένα καλοφτιαγμένο μείγμα μπορντό που προσφέρεται στην τιμή των 16 με 18 λιρών στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά παρά την προσθήκη λίγου ντόπιου «Λημνιό» σήμερα, θα μπορούσε στην πραγματικότητα να κατασκευάζεται οπουδήποτε. Το “Syrah 1999” του Πόρτο Καρράς, είναι επίσης καλοφτιαγμένο αλλά με τιμή 35 λίρες το μπουκάλι, φαντάζει σαφώς υπερτιμημένο, ειδικά σε σύγκριση με το “Syrah” του Κτήματος Γεροβασιλείου.
Ένα από τα πιο ευυπόληπτα και ακριβά λευκά κρασιά στην Ελλάδα είναι ένα “Chardonnay” από τον Κατσαρό, μία μικρή βιολογική μονάδα στις πλαγιές του Ολύμπου – ένα ακόμη κρασί με ελάχιστη προφανώς εθνική ταυτότητα πέραν των ελληνικών γραμμάτων στην ετικέτα. Από τα ελληνικά “Chardonnay” του 2003 που δοκίμασα πρόσφατα , η προτίμησή μου είναι οριακά ανάμεσα στο «Χατζημιχάλη» και το ελαφρώς στυφό «Κατσαρός» – και μεταξύ των “Chardonnay” του 2002 προτιμώ εκείνο από το νέο εγχείρημα Βιβλία Χώρα που γεννήθηκε με την υποστήριξη του παραγωγού Γεροβασιλείου για λογαριασμό του οινοπαραγωγού που ήταν υπεύθυνος για τον «Αμέθυστο».
Για μας τους ξένους καταναλωτές κρασιού, είναι οι εκατοντάδες ντόπιες ποικιλίες σταφυλιού που αντιπροσωπεύουν τον αληθινό σύγχρονο πόλο έλξης του ελληνικού κρασιού και την μελλοντική δυναμική του. Προς το παρόν η πιο προφανής εκλεκτή και διακεκριμένη ποικιλία σταφυλιού είναι το «Ασσύρτικο», το σούπερ – αναζωογονητικό σταφύλι από το ηφαιστιογενές νησί της Σαντορίνης, με άρωμα λεμονοανθού και μεταλλικά στοιχεία, το οποίο πλέον φυτεύεται σε όλο και περισσότερες περιοχές της Ελλάδας. Εχει τόσο πανίσχυρο «χαρακτήρα» που ταιριάζει πολύ καλά τόσο με το “Chardonnay” όσο και , αποδεδειγμένα, στο χαρμάνι του «Βιβλία Χώρα» του 2003, με το “Sauvignon Blanc”.
Το «Εύχαρις» ένα Κτήμα ολοκληρωμένο με αμπελώνα σε πλαγιά το οποίο βρίσκεται δυτικά της Αθήνας, έχει κάνει ιδιαίτερα καλή δουλειά και με το καθαρό «Ασσύρτικο» και με το χαρμάνι «Ασσύρτικο – Chardonnay». Το «Ασσύρτικο» του 2000 από το Κτήμα Παπαϊωάννου, μία άλλη επιχείρηση κοντά στην Κόρινθο, ζυμώθηκε τέσσερις μήνες σε δρύινο βαρέλι και με το πέρασμα του χρόνου απέκτησε μία πιο ενδιαφέρουσα αίσθηση ξηρού καρπού.
Βάσει της γευστικής δοκιμής του νέου «Ασσύρτικου» από την Σαντορίνη , ζυμωμένου σε δρύινο βαρέλι και μη, είχα πάντα την αίσθηση ότι , όπως και με το εξίσου ξηρό και αρωματικό Riesling, επρόκειτο για σταφύλι που δεν του ταίριαζε η πρακτική της χρόνιας ζύμωσης σε βαρέλι. Ωστόσο, μία ολοκληρωμένη γευστική δοκιμή και των δύο εκδοχών από τον εξαιρετικό παραγωγό Σιγάλα, στα τρία τελευταία πεπαλαιωμένα, με έπεισε ότι η βαρελίσια εκδοχή του «Σιγάλας Σαντορίνη» του 2001 είναι πραγματικά υπέροχη μετά από δύο ή τρία χρόνια στο μπουκάλι.
Αναλογικά μου φαίνεται ότι η Ελλάδα μέχρι σήμερα, παράγει σχετικά πιο συναρπαστικά λευκά κρασιά απ’ ότι κόκκινα ( αλλά από την άλλη καλλιεργούνται πολύ περισσότερα λευκά σταφύλια απ’ ότι ερυθρά- κατάλοιπο της ρετσίνας ; ) με τις εγχώριες ποικιλίες σταφυλιού όπως η «Μαλαγουζιά» με άρωμα λάιμ, το σταφυλώδες ( αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις πικρό) «Μοσχοφίλερο» και το σπάνιο αλλά πολλά υποσχόμενο «Λαγόρθι».
Πολλά από τα κόκκινα κρασιά μεταξύ των 150 και βάλε ελληνικών κόκκινων κρασιών που δοκίμασα πρόσφατα σε Λονδίνο και Αθήνα , μοιάζουν κατά περίεργο τρόπο επαρχιακά και παλιομοδίτικα, παρόλο που ορισμένα εξ αυτών είναι αρκετά ακριβά και τυγχάνουν μεγάλης εκτίμησης στην Ελλάδα. Τα επίπεδα αλκοόλ κυμαίνονται σε γενικές γραμμές μεταξύ 12 με 13 τοις εκατό κι ακόμη κι εγώ, που έχω φοβία με το αλκοόλ, δεν γίνεται να μην αναρωτιέμαι αν θα ήταν πιο έντονη η γεύση εφόσον γινόταν πιο αργά το μάζεμα της σοδειάς
Φωτεινές εξαιρέσεις στα παραπάνω αποτελούν τα κρασιά του πολλά υποσχόμενου Κτήματος Αλφα στο Αμύνταιο στα βόρεια , του οποίου τα κρασιά είναι ακόμη αρκετά νέα. Επίσης το «Αντάρης» του 2009 του Κτήματος Μερκούρη, ένα χαρμάνι από κυκλαδίτικα ( και νυν ιόνια) σταφύλια Αυγουστιάτης με γαλλικό “Mourvedre” που φέρνει λίγο στη γεύση από αυτό του Νότιου Ροδανού, αλλά ενδιάμεσα είναι πραγματικά σαρκώδες. Το «Chateau Νίκος Λαζαρίδης» του 2001, ένα χαρμάνι από σταφύλια Μπορντό με 20 τοις εκατό πολύ παλιό «Λημνιό». Η πειραματική εμφιάλωση από το Κτήμα Σιγάλα του σταφυλιού της Σαντορίνης, «Μαυροτράγανο», το πρότυπο αν και ακριβό του Κτήματος Γαία, κρασί Νεμέα που φτιάχνεται από αγιωργίτικα σταφύλια και τέλος τα κόκκινα κρασιά του Κτήματος Τσελέπος σίγουρα έχουν δυνατότητες σ’ ένα διεθνές πλαίσιο.
Η ανάδειξη του πρώτου Ελληνα Master of Wine Κωνσταντίνου Λαζαράκη το 2002, μόνο θετική μπορεί να είναι για την ελληνική βιομηχανία κρασιού . Προς το παρόν , το μεγάλο του παράπονο είναι ότι αυτή είναι, πολύ στενόμυαλη, αν μπορείς να συγχωρήσεις την έννοια της λέξης. Θεωρεί ότι ελάχιστοι Ελληνες οινοπαραγωγοί έχουν επίγνωση του τι συμβαίνει στον υπόλοιπο σφιχτοδεμένο κόσμο του κρασιού ( και σίγουρα κανείς τους δεν διαβάζει το “Australia and New Zealand Wine Industry Journal” όπως κάνει ο ίδιος). Για παράδειγμα, η Ελλάδα έχει τα περισσότερα Viognier ανά παραγωγό εκτός Γαλλίας. Υπάρχουν επίσης πολλά Syrah. Κανείς όμως στην Ελλάδα δεν πειραματίζεται με τις σημερινές σύγχρονες συν- ζυμώσεις Syrah με Viognier , είναι μία από τις παρατηρήσεις του Master of Wine.
Ο Λαζαράκης προσκλήθηκε από τον Σκούρα, ένα πρωτοπόρο παραγωγό που έκανε το καινοτόμο βήμα να προσδιορίσει τα κρασιά πρωτίστως με την ποικιλία σταφυλιού για να κάνει ένα κρασί μ΄αυτά. Το “Chardonnay” που προέκυψε ως αποτέλεσμα, κυκλοφόρησε πριν από πέντε μήνες αντί 17 ευρώ το μπουκάλι κι εξαντλήθηκε μέσα σε δύο εβδομάδες. Πρόκειται για το μοναδικό ελληνικό κρασί με βιδωτό καπάκι.
Ένα άλλο παράπονο των λιγοστών συντακτών οίνου με εξειδικευμένη αρθρογραφία για την Ελλάδα – ο Λαζαράκης, ο Νίκος Μάνεσης με έδρα τη Γενεύη που εδώ και χρόνια πλέκει με σχεδόν απίστευτη επιμονή σε όλο τον κόσμο ,το εγκώμιο για το καλό ελληνικό κρασί , και ο Μάιλς Λάμπερτ – Γκοκς με έδρα την Ουάσιγκτον – είναι η έλλειψη οποιασδήποτε γενικής προβολής για το ελληνικό κρασί. Όμως οι ίδιοι οι Ελληνες οινοπαραγωγοί είναι προβλέψιμα διασπασμένοι από διαμάχες και κλίκες.
Πρόκειται ίσως για θαύμα που το ελληνικό κρασί κατάφερε να εδραιώσει την όποια φήμη του στο εξωτερικό. Αυτό είναι κυρίως έργο ελάχιστων ενθουσιωδών εισαγωγέων. Στη Βρετανία, η αλυσίδα «Oddbins» ήταν για πολύ καιρό ένθερμος υποστηρικτής αν και πρόσφατα «ψαλίδισε» τη λίστα της. Αλλοι Βρετανοί εξειδικευμένοι εισαγωγείς είναι οι : «Eclectic Wines of London», «The Real Greek restaurant of London N1», «Vickbar of London NW5» και «Yodeska of Northampton». Στις ΗΠΑ, διακεκριμένοι εισαγωγείς ελληνικού κρασιού είναι μεταξύ άλλων οι : «Paterno», « Nestor» και «Diamond Importers».
Ισως όμως το πιο εντυπωσιακό απ’ όλα είναι η απόφαση της υποτιθέμενα υπερσυντηρητικής βρετανικής αλυσίδας καταστημάτων λιανικής “Marks & Spencer” να παρουσιάσει τρία ελληνικά κρασιά. Τα δύο χαρμάνια ελληνικής και διεθνούς εσοδείας σταφυλιών στην τιμή των 9,99 λιρών , είναι πρώτης ποιότητας. Το κόκκινο κρασί “Evangelo” του 2003 του Κτήματος Γεροβασιλείου και κυρίως το λευκό «Ζέφυρος – Ασσύρτικο – Sauvignon Blanc» του 2003 από το Κτήμα Βιβλία Χώρα ( που θυμίζει εντυπωσιακά στη γεύση το “Sauvignon – Blanc Ασσύρτικο» υπό τη δική τους ετικέτα) σίγουρα αξίζουν μία δοκιμή.
Μετάφραση Βάλια Μπουγιουκλή
(Αναδημοσίευση παλαότερου άρθρου -9 Jul 2004 by JR- από το http://www.jancisrobinson.com/