Ποια είναι η διαφορά μεταξύ γαλλικών και αμερικάνικων βαρελιών ωρίμανσης κρασιού
Τα βαρέλια βελανιδιάς είναι ένα βασικό κομμάτι του οπλοστασίου των οινοποιών που χρησιμοποιούνται για να φτιάξουν ένα κρασί.
Συνήθως τα βαρέλια επιλέγονται ανάλογα με τις ανάγκες τους (και τον προϋπολογισμό – τα νέα δρύινα βαρέλια μπορούν να κοστίσουν έως και 2.000 € ή περισσότερα). Τα κρασιά μπορούν να υποστούν ζύμωση ή / και παλαίωση σε δρύινα βαρέλια (όσο νεότερο το βαρέλι, τόσο μεγαλύτερη είναι η επίδρασή του στο κρασί), και ένα τυπικό κρασί παλαίωσης σε δρύινο βαρέλι, μπορεί να διαρκέσει από έξι μήνες έως δύο χρόνια ή περισσότερο. Τα βαρέλια κατασκευάζονται από βελανιδιές που καλλιεργούνται σε πολλά μέρη του κόσμου, αν και η γαλλική και η αμερικανική βελανιδιά χρησιμοποιούνται ευρέως.
Σε γενικές γραμμές, τα γαλλικά βαρέλια προσδίδουν στο κρασί πιο λεπτές νότες καπνού και μπαχαρικών, με μεταξένιες υφές, ενώ τα αμερικανικά βαρέλια τείνουν να είναι πιο ισχυρά, δανείζοντας στο κρασί νότες από βανίλια & καρύδα, με κρεμώδη υφή.
Οι βελανιδιές που προορίζονται για βαρέλια αναπτύσσονται ιδανικά σε δροσερά κλίματα, γεγονός που τους επιτρέπει να ωριμάσουν αργά και να αναπτύξουν επιθυμητά σφιχτούς πόρους. Το μεγαλύτερο μέρος της γαλλικής βελανιδιάς για βαρέλια προέρχεται από ένα από τα πέντε δάση – Allier, Limousin, Nevers, Tronçais και Vosges – και το καθένα θεωρείται ότι έχει ξεχωριστά χαρακτηριστικά. Τα δύο είδη βελανιδιών που χρησιμοποιούνται κυρίως για βαρέλια στη Γαλλία είναι τα Quercus robur και Quercus sessiliflora.
Το αμερικανικό βαρέλι, συνήθως Quercus alba, καλλιεργείται σε 18 διαφορετικές πολιτείες, κυρίως στο Midwest και στους Appalachians, καθώς και στο Oregon.
Και η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι οι μόνες χώρες παραγωγής για βαρέλια βελανιδιάς. Τα δέντρα βελανιδιάς Quercus robur από την Κροατία και τα πεύκα Quercus από την Ουγγαρία δίνουν επίσης καλά -αλλά με διαφορετικά χαρακτηριστικά- βαρέλια.
Πιο αναλυτικά
Η αμερικανική δρυς έχει υψηλότερο ποσοστό ρητίνης και αφήνει ένα πιο ισχυρό αποτύπωμα redwood, ρητίνης ή κέδρου σε ένα κρασί. Έχει πιο ευρείς πόρους και αυτό σημαίνει ότι επιτρέπει την μεγαλύτερη μεταφορά του οξυγόνου. Οι βελανιδιές από τη Μινεσότα και το Ουισκόνσιν είναι οι καλύτερες για τη παλαίωση του κρασιού, ενώ οι βελανιδιές από τις νότιες περιοχές είναι πολύ επιθετικές για το κρασί και είναι πιο κατάλληλες για μπέρμπον (μάλιστα θα λέγαμε ιδανικές για μπέρμπον).
Η γαλλική δρυς έχει λιγότερη ρητίνη, και προσδίδει έναν λεπτό χαρακτήρα βανίλιας, μπαχαρικών και επίσης προσδίδει κάποια δομή. Το ξύλο της γαλλικής βελανιδιάς είναι πιο σφιχτό, επιτρέποντας μικρότερη εξάτμιση. Μερικά από τα πιο σημαντικά δάση δρυός στη Γαλλία προσδιορίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως τα appellation κρασιού. Πρόκειται για τα δάση Nevers, Allier, Troncais, Limousin και Vosges. Κάθε ένα από αυτά έχει ξύλο που προσδίδει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στο κρασί.
Οι δρυς της Σλαβικής, της Βαλτικής και της Ανατολικής Ευρώπης ποικίλουν, αλλά κλίνουν περισσότερο προς τα χαρακτηριστικά της αμερικανικής δρυός. Τα δάση αυτών των χωρών ήταν πολύ σημαντικά για την οινοποίηση στην ιστορία της Ευρώπης αλλά τις τελευταίες δεκαετίες είχαν μείνει εκτός παιχνιδιού, λόγω των πολιτικών εξελίξεων. Σιγά σιγά κάνουν ξανά αισθητή την παρουσία τους στο κόσμο του κρασιού.
Επίσης το επίπεδο ψησίματος-καψίματος (toast) είναι o Νο 1 παράγοντας στην κατασκευή του βαρελιού που μπορεί να επηρεάσει τη γεύση και το άρωμα του κρασιού. Ένα οινοποιείο μπορεί να ζητήσει ελαφρύ, μεσαίο ή έντονο κάψιμο. Όλα τα χειροποίητα βαρέλια κρασιού κατασκευάζονται πάνω από ανοιχτούς λάκκους με φωτιά. Ο κατασκευαστής χρησιμοποιεί την υγρασία και τη θερμότητα για να λυγίσει το ξύλο σε σχήμα βαρελιού, και να μεταδώσει το επίπεδο καψίματος που είναι γνωστό ως toast.
Το “τοστάρισμα” προσθέτει μια ξεχωριστή και ελκυστική νότα στο κρασί, από πλευράς αρώματος και γεύσης. Ταιριάζει πολύ στα Chardonnays, αλλά είναι επίσης σίγουρα εμφανές στα ερυθρά από την Αυστραλία και τη Νάπα. Το επίπεδο τοσταρίσματος που επιλέγεται θα πρέπει να είναι ελαφρύ για ένα ελαφρύ κρασί, χαμηλό σε συγκέντρωση. Αν αυτό το είδος του κρασιού υποστεί ζύμωση ή παλαιώσει σε βαρέλι με βαρύ ψήσιμο, τότε το μόνο που θα μείνει στο κρασί θα είναι η οσμή και η γεύση του ξύλου.
Οι βαρελοποιοί μπορούν να επηρεάσουν τη γεύση του ξύλου και με έναν άλλο τρόπο εκτός από το ψήσιμο. Μπορούν να επιλέξουν ανάμεσα σε δυο μεθόδους για την ξήρανση του ξύλου, γνωστές ως “curing” ή “seasoning.” («σκλήρυνση» ή «ωρίμανση»).
Η παλιομοδίτικη μέθοδος, πιο ακριβή και πιο χρονοβόρα είναι να αφήσουμε το ξύλο να στεγνώσει σε ξηρό, καλά αεριζόμενο σημείο για τουλάχιστον δύο χρόνια. Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιείται στα γαλλικά βαρέλια.
Ο άλλος τρόπος, που χρησιμοποιείται στα αμερικάνικα βαρέλια είναι να στεγνώσει το ξύλο σε κλίβανο. Είναι πολύ ταχύτερη και πιο αποδοτική μέθοδος. Συνήθως προσδίδει περισσότερες τανίνες στο κρασί και μια πιο στυφή γεύση.
Το ξύλο που δεν έχει ωριμάσει καλά έχει ένα πικρό χαρακτήρα με “πράσινες-άγουρες” τανίνες, και δεν πρόκειται να βοηθήσει το κρασί να παλαιώσει ανεξαρτήτως του χρόνου που θα παραμείνει στην φιάλη