Έλληνες οινοποιοί: Θάνος Ντούγκος

Έλληνες οινοποιοί: Θάνος Ντούγκος

“Το ’96 που κατέβηκα πρώτη φορά σε έκθεση τροφίμων και ποτών στην Αθήνα, μας ρώταγε  ο κόσμος: «Καλά, υπάρχουν κρασιά από τη Λάρισα; Η Λάρισα βγάζει βαμβάκια, σιτάρια, καλαμπόκια…» Οι περισσότεροι γνωρίζουν τον κάμπο της Λάρισας αλλά όχι τους ορεινούς όγκους τριγύρω, που είναι πολύ καλά αμπελοτόπια. Σιγά –σιγά, εμείς, όπως και 3-4 άλλοι οινοποιοί θεωρώ ότι βάλαμε το νομό Λάρισας στον οινικό χάρτη.

Αν έπρεπε να περιγράψω αυτή την αμπελουργική γωνιά της Ελλάδας σε κάποιον που δεν την ξέρει, θα έλεγα καταρχάς ότι είναι πολυμορφική. Οι παραγωγοί της καλλιεργούν διαφορετικές ποικιλίες και έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις στο κρασί. Η Ραψάνη βρίσκεται στο πέρασμα του ρεύματος της κοιλάδας των Τεμπών. Έχει πάντα ένα μόνιμο αεράκι που φυσάει από το Αιγαίο. Οι πλαγιές, οι κλίσεις δίνουν μια μόνιμη αποστράγγιση από το νερό της βροχής, άρα δεν έχει και μεγάλο κίνδυνο από ασθένειες. Το έδαφος είναι σχιστολιθικό, πλούσιο σε σίδηρο. Το υπέδαφος είναι αμμοαργιλώδες. Κατά την άποψή μου θεωρώ ότι είναι η τρίτη σημαντικότερη ζώνη της χώρας μετά τη Σαντορίνη και τη Νάουσα. Είναι ένα μαγικό αμπελοτόπι…

Πολλοί νομίζουν ότι με τη Ραψάνη και τα Τέμπη έχουμε κάποια σχέση. Δεν έχουμε καταγωγή από εκεί, απλά επενδύσαμε σε μια ζώνη η οποία είναι η καλύτερη κοντά στον τόπο κατοικίας μας, τη Λάρισα. Ο πατέρας μου κατάγεται από τον Τύρναβο και η μητέρα μου από το Μέτσοβο. Έχουμε μια πολύ παλιά σχέση με την αμπελουργία όσον αφορά στα φυτώρια αμπέλου.

Όλα ξεκίνησαν όταν έπεσε η φυλλοξήρα στη χώρα και έπληξε τα αμπέλια που μέχρι τότε ήταν αυτόριζα. Η ασθένεια στην Ελλάδα κινήθηκε από Βορρά προς Νότο γι΄ αυτό  υπήρξε η ανάγκη φυτωρίων αμπέλου, πρώτα στην βόρεια Ελλάδα. Τρία φυτώρια ξεκίνησαν στη Θεσσαλονίκη και ένα Λάρισα. Αυτό στη Λάρισα το έστησε ο πατέρας της μητέρας μου, Κωνσταντίνος Κασσάρος και ο ξάδελφός του Θεόδωρος Κασσάρος. Γέννημα-θρέμμα Μετσοβίτες και Βλάχοι. Να σου στείλω φωτογραφίες τους… Τώρα θα με βάλεις να σκαλίζω σε παλιά αρχεία στο σπίτι της μητέρας μου, γιατί, όπως καταλαβαίνεις, αυτές δεν υπάρχουν στα κινητά και στα κομπιούτερ. Αλλά χαλάλι!

Ο Θεόδωρος Κασσάρος, που λες, είχε σπουδάσει γεωπονική στη Ρουμανία, το ’33, στην τσαρική τότε Ρουμανία.  Ήταν μυαλό μεγάλο, ένα κεφάλαιο στον αγροτικό τομέα της εποχής του. Επί σειρά ετών σύμβουλος υπουργών Γεωργίας και πολύ φίλος με τον Ευάγγελο Αβέρωφ. Στο Μέτσοβο, έχει ένα πολύ μεγάλο σπίτι, του οποίου το κάτω μέρος είναι μικροοινοποιείο. Έχω ακόμα τον εργαστηριακό εξοπλισμό που έφερε από τη Γαλλία. Με βάφτισε και επειδή δεν είχε παιδιά, εμένα με είχε σαν παιδί του.

Ο νονός μου είχε μια τεχνοκρατική προσέγγιση στο κρασί, διάβαζε γαλλική βιβλιογραφία. Για αυτόν το καλό κρασί ήταν το σωστό κρασί. Αυτό που είναι τεχνολογικά άρτιο.  Από την άλλη, ο παππούς μου, ο Κωνσταντίνος Κασσάρος οινοποιούσε όπως το κάνουν σήμερα αυτοί που κάνουν χωρική οινοποίηση, που έχουν την νοοτροπία ότι ακόμα και το ψιλοοξειδωμένο είναι το καλύτερο κρασί του κόσμου! Δεν πίστευε καθόλου στην βιολογική καλλιέργεια. Τα δυο ξαδέλφια έκαναν διαφορετικά κρασιά, με διαφορετική προσέγγιση και φυσικά, ο καθένας πίστευε ότι το κρασί του είναι το καλύτερο.Φαντάζεσαι τι γινόταν στα οικογενειακά τραπέζια (γελάει)!

 

 

Ο πατέρας μου, Δημήτρης Ντούγκος ήταν ο γραμματιζούμενος της οικογένειας. Τον φώναξαν οι παππούδες από την Αθήνα, όπου δούλευε σε μεγάλες επιχειρήσεις, για να τους βοηθήσει στο φυτώριο. Αλλά δεν ήταν άνθρωπος που του άρεσε το γραφείο και άρχισε να βγαίνει έξω στα αμπέλια. Ξεκίνησε να διαβάζει ανελλιπώς οινολογία και το ‘83 ξεκίνησε να οινοποιεί ερασιτεχνικά κρασί στο υπόγειο του σπιτιού μας, έξω από τη Λάρισα.

Λόγω του φυτωριού είχαμε πελάτες σε όλη την Ελλάδα. Έτσι, όταν άρχισε να οινοποιεί, έπαιρνε το φορτηγό με τη μητέρα μου και πήγαινε σε αμπέλια σε όλη τη χώρα. Έμπαινε  στους αμπελώνες, διάλεγε “τον αφρό”, τον καλοπλήρωνε και τον φόρτωνε στο φορτηγό. Περιμέναμε εμείς το απόγευμα να γυρίσουν στο σπίτι και αρχίζαμε το πάτημα. Με αυτό σαν παιχνίδι μεγαλώσαμε εγώ και η Λουίζα.

Ο μπαμπάς συμβουλευόταν τους φίλους του τους οινολόγους. Ούτε τον ένα παππού, ούτε τον άλλο. Γι΄ αυτό έφτιαχνε και σωστό κρασί. Το 1991 αγόρασε την έκταση στη Ραψάνη. Όταν η δουλειά σου είναι να στήνεις αμπελώνες, έχεις τη γνώση και την εμπειρία να επιλέξεις τους καλύτερους. Γι΄ αυτό, λοιπόν, επέλεξε αμπελώνες στα ψηλά της Ραψάνης και όχι στα χαμηλά. Στις θέσεις Προσήλια και Τουρτούρα , σε υψόμετρο 550-700 περίπου μέτρων στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Ολύμπου. Επίσης, λόγω εμπειρίας, έκανε το εξής: Δεν πήγε να φυτέψει Ξινόμαυρο-αγόρασε έτοιμα αμπέλια, γιατί γνώριζε ότι για να κάνεις ένα καλό κόκκινο κρασί απαιτούνται χρόνια. Πρέπει να φτάσει σε ηλικία το φυτό. Έτσι φύτεψε μόνο ότι δεν υπήρχε εκεί.

Οι ντόπιοι τότε καλλιεργούσαν τις τρεις κλασσικές ποικιλίες από τις οποίες αποτελείται το ΠΟΠ Ραψάνη (ξινόμαυρο, κρασάτο, σταυρωτό) αλλά και κάποιες άλλες οι οποίες δεν καλλιεργούνται πλέον σε μαζική έκταση (κολοκυθας λευκός, κολοκυθάς κόκκινο κ.ο.κ.). Εμείς στο πρώτο κομμάτι που αγοράσαμε βάλαμε Grenache, Syrah, Λημνιώνα. Από λευκά φυτέψαμε Sauvignon, Ασύρτικο και Ροδίτη Αλεπού. Πίστευε ο πατέρας μου από τότε στη δυναμική του Ασύρτικου. Ήταν πρωτοπόρος για την εποχή του. Για να καταλάβεις, φύτεψε πρώτος εκεί το 1991, Λημνιώνα, μια ποικιλία που δεν την ήξερε κανένας.

Ο οινοποιός είναι ο υπηρέτης της πρώτης ύλης. Εμείς από το ’91 που φυτέψαμε τους αμπελώνες τους καλλιεργούμε βιολογικά, είμαστε ένα από τα πρώτα οινοποιεία στην Ελλάδα που πιστοποίησε βιολογικά τους αμπελώνες του. Η καλλιέργεια μας είναι ξηρική, βιολογική με αποτέλεσμα η στρεμματική απόδοση να μην ξεπερνά τα 500-800 κιλά/στρέμμα. Είμαστε των ήπιων παρεμβάσεων. Ακόμα και τυχόν λάθη στο οινοποιείο, αυτοδιορθώνονται όταν έχεις μια καλή πρώτη ύλη. Το χέρι του οινοποιού πρέπει να κάνει ελάχιστα πράγματα και αν δεν χρειάζεται ας μην παρεμβαίνει και καθόλου.

 

Εγώ μπήκα στο οινοποιείο το ’96, μετά από τις σπουδές μου ως γεωπόνος. Δέκα χρόνια μετά, ήρθε και η αδελφή μου, η Λουίζα, αφού σπούδασε χημικός-οινολόγος. Τότε, το 2006 δηλαδή, ήρθε στο οινοποιείο και ο Ανδρέας Πάντος, που θέλω να τον αναφέρω γιατί παραμένει συνεργάτης μας μέχρι σήμερα και τον θεωρώ κομμάτι της ομάδας. Η Λουίζα, που λες, βοήθησε πολύ στα λευκά κρασιά. Εμείς από παλιά ήμασταν καλοί στα κόκκινα. Αλλά η αδελφή μου βελτίωσε πάρα πολύ τα λευκά μας, επειδή σπούδασε στην Β. Ιταλία, στο Friuli, μια περιοχή που έχει παράδοση στα λευκά. Άλλαξε εντελώς όλη η οινολογική προσέγγιση σε αυτά (κρυοεκχυλίσεις, ζύμωση με στέμφυλα, πιο πολύ δουλειά με τις οινολάσπες, ζυμώσεις σε βαρέλια κλπ). Δεν σου κρύβω ότι εγώ έκανα πολύ καλά κόκκινα, γιατί το κόκκινο μου αρέσει. Στα λευκά δεν έδινα και πολύ μεγάλη σημασία… αυτό πρέπει να το παραδεχτώ!

Λουίζα Ντούγκου

Ένα από τα πρώτα Ραψάνη blend που έκανα και το θυμάμαι ήταν οι Μεθυστάνες του 1997. Ήταν το δεύτερο κρασί που έκανα ο ίδιος. Το πρώτο κρασί το έκανα το 1996 αλλά δεν άντεξε στο χρόνο, δεν ήταν από καλή χρονιά. Όμως, το Μεθυστάνες 1997 είναι κάτι που με κάνει περήφανο γιατί ακόμα και τώρα είναι φοβερό όταν το πίνεις. Ακόμα και τώρα που ανοίγουμε φιάλες είναι μαγικό!

Μεθ’ υμων όψιμο του 2001. Ένα κρασί που έγινε τυχαία και ένα κρασί που με εξέπληξε. Ήταν ένα κρασί πειραματικό. Κάναμε τότε δοκιμές με χαρμάνια και είχαμε ένα 500αρι βαρέλι που ότι περίσσευε το ρίχναμε εκεί. Αυτό είχε ξεχαστεί για περίπου 2 χρόνια και είχε πέσει ένα 10% της στάθμης του. Και όταν το δοκιμάσαμε και το πήγα στον πατέρα μου… ήταν μια μεγάλη έκπληξη! Και μετά προσπαθούσαμε δια της αφαιρετικής μεθόδου να βρούμε από τα μη καταγεγραμμένα τι χαρμάνι ήταν. Αυτός ήταν και ο λόγος που βγάλαμε το 2005 το Μεθ’ υμων στην αγορά.  Αυτό το κρασί  βγαίνει μόνο σε εξαιρετικές χρονιές. Δηλαδή έχει βγει με την πειραματική του εκδοχή πέντε φορές.

Μα δεν σου μίλησα και για το μαυροτράγανο, που έχει μια εξαιρετική ιστορία!  Στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπως ξέρεις, δεν υπάρχουν καλλιέργειες μαυροτράγανου. Αυτό το αμπέλι βρίσκεται κοντά στο Λιτόχωρο και ανήκει σε πελάτη μας. Ο άνθρωπος, από λάθος φυτωριούχου, βρέθηκε με 7 στρ. μαυροτράγανο χωρίς να το έχει ζητήσει. Το 2011, μας έφερε 70 τελάρα για να τα οινοποιήσουμε. Μας λέει: «Αυτό είναι μαυροτράγανο!». Εμείς στην αρχή, τον πήραμε στο χαβά, δεν τον πιστέψαμε. Το ταυτοποιήσαμε όμως και είδαμε ότι είναι όντως μαυροτράγανο. Του ζητήσαμε να το κρατήσαμε να το οινοποιήσουμε για εμάς-από επαγγελματική διαστροφή! Πήγε πολύ καλά και βγάλαμε τη πρώτη σοδειά στην αγορά σε συνεργασία με έναν έμπορο στην Αθήνα. Το ονομάσαμε “Τρίγονο” γιατί προήλθε από τρεις γονείς, (αμπελουργός, οινοποιός και έμπορος). Από τη σοδειά του ’15 και μετά λέγεται “Ντούγκος Μαυροτράγανο”. Φάνηκε τελικά ότι είναι πιο ισορροπημένο το κρασί, του ταιριάζει πολύ η ηπειρωτική Ελλάδα. Είναι οι τανίνες πολύ πιο ποιοτικές, πιο ζουμερές, πιο στρογγυλές. Δεν έχουν αυτό τον ρουστίκ χαρακτήρα που βγάζει στη Σαντορίνη. Εγώ θεωρώ ότι αποκλείεται να ήταν μόνο εκεί, απλά εκεί διασώθηκε λόγω μη ύπαρξης φυλλοξήρας.

Τα τελευταία χρόνια διοχετεύουμε όλη μας την ενέργεια στις εξαγωγές. Πάμε καλά και οι τάσεις είναι ανοδικές. Εξάγουμε το 60% της παραγωγής σε οκτώ χώρες. Η καλύτερη μας αγορά είναι η Αμερική και συγκεκριμένα η Νέα Υόρκη, η οποία απορροφά το 25% της παραγωγής μας, κυρίως τα κόκκινα. Ειδικά η Ραψάνη σε ποσοστό 50% πωλείται στη Νέα Υόρκη.

Το “μεγάλο κρασί” το έχουμε προσεγγίσει πολλές φορές. Αλλά τι είναι μεγάλο κρασί; Πρέπει πρώτα απ’ όλα να το ορίσουμε. Για να πεις ότι ένα κρασί είναι μεγάλο θεωρώ ότι σε ένα βάθος δεκαετίας, πρέπει να βγει τουλάχιστον 6-7 φορές μεγάλο. Κρασιά που θα σε συνεπάρουν έχουν βγει αρκετά στην Ελλάδα. Και από αρκετούς. Αλλά το να βγαίνουν μια-δυο φορές δεν λέει τίποτα. Πρέπει να υπάρχει επαναληψιμότητα και συνέπεια. Αυτό θεωρώ ότι μας λείπει αλλά είμαστε κοντά στο να το πετύχουμε. Γιατί και οι σωστά στημένοι αμπελώνες στη χώρα δεν είναι παλιοί. Στο κομμάτι αυτό είμαστε νέοι σαν χώρα. Γι΄ αυτό θεωρώ ότι από δω και πέρα θα βγαίνουν σταθερά καλά κρασιά.

Η οινοποιία είναι μια δουλειά που δεν σε αφήνει ποτέ να πλήξεις. Γιατί κάθε χρόνο, από το αμπέλι μέχρι την οινοποίηση είναι μια νέα πρόκληση. Λένε ότι αν ο οινοποιός έχει 35 -40 χρόνια δουλειάς, άλλες τόσες ευκαιρίες έχει για να βγάλει το μεγάλο κρασί… Ε, λοιπόν, είναι λίγες!

 

*O Θάνος Ντούγκος εξελέγη πρόσφατα πρόεδρος του νεοιδρυθέντα Συνδέσμου Μικρών Οινοποιών Ελλάδος.

 

Συνέντευξη στην Άννα Ποδάρα

 

***

Οινοποιείο Ντούγκου, Ραψάνη Λάρισας

Αμπελώνας: 63 στρ. (30 προς φύτευση)

Ετήσια παραγωγή: 65.000 φιάλες

Ποικιλίες: Ξινόμαυρο, Κρασάτο, Σταυρωτό, Λημνιώνα, Ροδίτης, Ασύρτικο και Syrah, Μerlot, Cabernet sauvignon, Cabernet franc, Grenache.

Δείτε τις ετικέτες του οινοποιείου εδώ

 

Διαβάστε σχετικά: CRASH TEST Dougos Βαθμολογίες και συμπεράσματα

 

 

Share this post