Μαυρούδι: Το Μεγάλο Στοίχημα της Θράκης
Πολλοί εικάζουν ότι την σαγήνη ενός κρασιού της Θρακιώτικης ποικιλίας Μαυρούδι, χρησιμοποίησε ο πολυμήχανος Οδυσσέας για να μεθύσει τον Κύκλωπα!
Ποιό όμως από τα εκατοντάδες «βαφτισμένα» Μαυρούδια της Ελληνικής επικράτειας ήταν; Η πλειονότητα των αμπελιών που παράγουν μαύρα σταφύλια και δεν έχουν μεγάλες ομοιότητες με κάτι άλλο, ονομάζονται ακόμη και σήμερα από τους χωρικούς που έχουν αμπέλια, Μαυρούδια.
Ας μην ξεχνάμε ότι μέχρι πρότινος, το Ξινόμαυρο ονομαζόταν από τους ντόπιους «Μαύρο της Νάουσας» και δεν είναι λίγοι οι αμπελουργοί στην Κόρινθο που χωρίζουν τα αμπέλια τους σε δυο κατηγορίες, στην σταφίδα και στο μαύρο, που στην πλειονότητα των περιπτώσεων αυτό το μαύρο είναι το Αγιωργίτικο.
Σύμφωνα με το Wine Grapes (Jancis Robinson, Julia Harding, Jose Vouillamoz), το Μαυρούδι ονομάζεται και Καρβουνιάρης, Μαύρο, Μαυρούδι Αράχωβας, Μαυρούδι Βουλγαρίας. Στην γειτονική Βουλγαρία ονομάζεται Mavrud, Kachivela ή Tsiganka, ενώ στην Γαλλική βιβλιογραφία καταγράφεται ως Mavroud. Σε όλα αυτά μπορούμε να προσθέσουμε και τις ονομασίες Μαυροστάφυλο, Μαυράκι, Μαυρομόσχατο, Μαυρούδι Πενταλόφου (Σέρρες) και η λίστα μπορεί να μεγαλώνει συνεχώς.
Ο Δημήτρης Σταύρακας αναφέρει στην «Αμπελογραφία» του: “κατά τους Λογοθέτη και Βλάχο (1966), η ποικιλία απαντάται διάσπαρτα σ’ ολόκληρη την Ελλάδα και πρόκειται για παλιά Ελληνική ποικιλία, καλλιεργούμενη σε όλη τη νότια του Αίμου περιοχή”.
Σύμφωνα με τις αναφορές της κας Χαρούλας Σπινθηροπούλου στο βιβλίο της «Οινοποιήσιμες ποικιλίες του Ελληνικού αμπελώνα», αρκετές ποικιλίες του Ελληνικού αμπελώνα με κοινό γνώρισμα το μαύρο χρώμα του φλοιού, αναφέρονται με το όνομα Μαυρούδι και απαντώνται στην Πελοπόννησο, την Ήπειρο, τη Μακεδονία και την Στερεά Ελλάδα’. Όπως αναγράφεται στο ίδιο βιβλίο, οι διαφορές των ανά την Βαλκανική χερσόνησο και τη Κύπρο Μαυρουδιών, είναι πολλές και σημαντικές: από το στάδιο ανάπτυξης και ωρίμασης, έως το σχήμα και το μέγεθος της ράγας και των φύλλων τους.
Πέρα από την εμφάνιση όμως, άλλα χαρακτηριστικά και συμπεριφορές έχει το Μαυρούδι της Αττικής και της Στερεάς Ελλάδας και άλλα το Μαυρούδι της Αράχωβας ή Γαλανό, ενώ το προφίλ του DNA τους είναι πολύ διαφορετικό από το Μαύρο της Κύπρου και το Βουλγαρικό Mavrud (Hvarleva et al. 2004, Hadjinicoli et al. 2005)
Αναφορά για το Μαυρούδι της Θράκης υπάρχει στο βιβλίο «Ελληνικά κρασιά» του Κωνσταντίνου Λαζαράκη MW. Περιγράφεται ως μια ποικιλία έντονα τανική, με μικρά σταφύλια και χαμηλή παραγωγικότητα. Καθυστερεί να ωριμάσει, έχει περισσότερες ομοιότητες με το Mavrud που συναντάμε στην οινική περιοχή Kara Thrace και κυρίως στο Assenovgrad της νότιας Βουλγαρίας, το οποίο η διεθνής βιβλιογραφία το θέλει να προέρχεται από το Ελληνικό Μαύρο ή Μαυρούδι.
Οι περιοχές με την μεγαλύτερη φύτευση της ποικιλίας στην Ελλάδα, σύμφωνα με καταγραφές του 2008, είναι η Αχαΐα και η Ηλεία, με 900 στρέμματα περίπου. Αλλά για ποιό Μαυρούδι μπορούμε να μιλάμε εδώ; Για Μαυρούδι ή Μαύρο Καλαβρυτινό, για Αγιωργίτικο ή για Μαυροδάφνη;
Η ονομασία του φυσικά προκύπτει από το σκούρο μαύρο χρώμα της φλούδας του και αυτός είναι ο λόγος που χρησιμοποιείται για να προσδώσει σκουρόχρωμα κρασιά, όταν αναμειγνύεται με άλλες, πιο αδύναμες χρωματικά ποικιλίες. Ως μονοποικιλιακό κρασί είναι κάτι σπάνιο προς το παρόν.
Παρόλο που το Μαυρούδι είναι μια ανεξερεύνητη ποικιλία ακόμη, κάποια δείγματα μονοποικιλιακών οινοποιήσεων από αμπέλια που είναι φυτεμένα ως Μαυρούδια και αταυτοποίητα μέχρι στιγμής, αποδεικνύουν πως μπορούμε να περιμένουμε συναρπαστικά αποτελέσματα στο μέλλον.
Το Μαυρούδι του Κτήματος Θεοδωρακάκου δεν θα πρέπει να συγχέεται με κρασιά του ίδιου ονόματος από άλλες περιοχές. Σύμφωνα με τον Γιώργο Θεοδωρακάκο άλλωστε, το Μαυρούδι που απαντάται στη Λακωνία είναι ουσιαστικά μια παραλλακτική εκδοχή του Αγιωργίτικου. Από τις αρχές του 20ου αιώνα που φυτεύτηκε και προσαρμόστηκε στην περιοχή, ονομάζεται Μαυρούδι, έχοντας κοινά στοιχεία αλλά και μερικές βασικές διαφορές από το Αγιωργίτικο της Νεμέας. Σίγουρα δεν έχει καμία σχέση με το Μαυρούδι που συναντάμε στην Θράκη και την Στερεά Ελλάδα.
Μαυρούδι έχει φυτεμένο και ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου στο κτήμα του στην Επανομή. Έχει δώσει πολύ καλά αποτελέσματα μέχρι τώρα και αποτελεί μέρος του blend για το εμβληματικό κρασί του «Άβατον».
Ο Γιώργος Σαλπιγγίδης, γεωπόνος στην Οινοποιία Τσάνταλη, περιγράφει μια άλλη προσέγγιση στην ποικιλία και το πως προέκυψε το μονοποικιλιακό «Μαυρούδι»: “βάση δεδομένων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της ποικιλίας δεν υπήρχε όταν ξεκίνησαν οι πρώτες μικροοινοποιήσεις. Για ταυτοποίηση με βάση το DNA ούτε λόγος. Όταν η Οινοποιία Τσάνταλη ξεκίνησε την ανασύσταση του Μαρωνίτικου αμπελώνα το 1995, βρέθηκαν στην περιοχή της Κομοτηνής διάφορα κλήματα που ήταν άγνωστα μέχρι τότε. Οι ντόπιοι αγρότες τα ονόμαζαν «Μαυρούδια»”. Και προσθέτει: “έγινε μια πρώτη αξιολόγηση, ακολούθησε διαδικασία δημιουργίας πολλαπλασιαστικού υλικού και μετά από έλεγχο της φυτουγειονομικής κατάστασης και της εξυγίανσης του, ακολούθησαν οι πειραματικές φυτεύσεις. Τις διαδέχθηκαν πειραματικές οινοποιήσεις, οι οποίες έδειξαν ότι αυτή η ποικιλία είχε ένα ξεχωριστό προφίλ (πλούσια αρώματα, τανικός χαρακτήρας) και πολύ αργότερα προχώρησαν σε μαζικότερη φύτευση, στην Μαρώνεια, στην Χαλκιδική και στο Λιτόχωρο”.
Ο ίδιος και η αμπελουργική του ομάδα διαπίστωσαν ότι από την μέχρι τώρα διαχείριση των συγκεκριμένων φυτών παρουσιάζεται μια αστάθεια στην παραγωγή από χρονιά σε χρονιά, που οφείλεται μάλλον στην υπερβολική του ζωηρότητα. Χρειάζεται μεικτό κλάδεμα, αποδίδει καλύτερα σε αργυλώδη εδάφη και υπό κανονικές συνθήκες η απόδοση του κυμαίνεται από 800 έως 1,000 κιλά το στρέμμα. Είναι γενικά δύσκολο στην διαχείρισή και ευαίσθητο στις σήψεις αλλά το το τελικό αποτέλεσμα μετά την οινοποίηση δικαιώνει την κάθε προσπάθεια.
Σοβαρή προσπάθεια για την αναβίωση της ποικιλίας τα τελευταία χρόνια γίνεται επίσης από και από τους Σάκη και Μάριο Νικολαίδη στο Anatolikos Vineyards στα Άβδηρα και το μονοποικιλιακό τους Fine Μαυρούδι Θράκης να αποτελεί την Κωρονίδα του οινοποιείου.
Σίγουρα πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα ποικιλία αλλά θα χρειαστούν πολλά χρόνια ακόμη για να δούμε το μέγιστο δυναμικό της. Πειραματικές φυτεύσεις σε διαφορετικά εδάφη και κλιματολογικές συνθήκες, διαφορετικές οινοποιήσεις και τρόποι ωρίμασης.
Ωστόσο είναι αρκετά τα οινοποιεία της Θράκης που τα τελευταία χρόνια δείχνουν ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον για το Μαυρούδι και τα αποτελέσματα, τόσο σε μονοποικιλιακά δείγματα όσο και σε blend με άλλες ποικιλίες, είναι πολύ καλά. Άλλωστε, αυτός είναι ο φυσικός τόπος της ποικιλίας και ίσως το μεγάλο στοίχημα της ακριτικής αυτής περιοχής για να αποκτήσει την δική της οινική ταυτότητα. Ας ελπίσουμε ότι στο μέλλον θα μιλάμε για μια ακόμη Ελληνική ποικιλία με δυνατότητα παραγωγής οίνων υψηλής ποιότητας.
Κρασιά που κυκλοφορούν με μικρή ή μεγαλύτερη συμμετοχή της ποικιλίας είναι:
Ο Ερυθρός Πολεμιστής των Οίνων Σγουρίδη από τα Άβδηρα που θα κυκλοφορήσει για πρώτη φορά τον Οκτώβρη με Cabernet Sauvignon και Λημνιό στην σύνθεση του.
Το μονοποικιλιακό Fine Μαυρούδι από το Anatolikos Vineyards της Θράκης αλλά και η δεύτερη ετικέτα του οινοποιείου MV Mavroudi of Thrace, ένα blend από 60% Μαυρούδι, Cabernet Sauvignon και Merlot.
Το Άδυτον του οινοποιείου ΜΕΛΜΑΡ από την Σαμοθράκη με Syrah στην σύνθεση του
Το Έρωχος Ερυθρό του Κτήματος Αργυρίου που περιέχει 60% Μαυρούδι και 40% Merlot.
To Avaton από το Κτήμα Γεροβασιλείου όπου το Μαυρούδι συμμετέχει με το Λημνιό και το Μαυροτράγανο.
Το Ροζέ και το Ερυθρό Κανένας Tsantali όπου συνυπάρχει με την ποικιλία Syrah και φυσικά στο μονοποικιλιακό Μαυρούδι που αρχικά είχε κυκλοφορήσει με το brand name Αδάμαστος.
Τέλος, η ποικιλία που αναφέρεται ως Μαυρούδι στον Ερυθρό των Αμπελώνων Γιαννόπουλου και στο Μαυρούδι του Κτήματος Θεοδωρακάκου, είναι μια παραλλακτική μορφή του Αγιωργίτικου που έχει διαφορετικά ποικιλιακά χαρακτηριστικά αλλά και στο Ροζέ Tango του Κτήματος Αργυρίου στον Παρνασσό από Μαυρούδι Αραχώβης.
Στέφανος Κόγιας