Ο χαμένος κρίκος ανάμεσα στην Τοσκάνη και στη Νεμέα

Ο χαμένος κρίκος ανάμεσα στην Τοσκάνη και στη Νεμέα

Νεμέα – Τοσκάνη από την άλλη μεριά

Τους τελευταίους μήνες έχουν γραφτεί πολλά για την σχέση ανάμεσα στη  Νεμέα και την Τοσκάνη. Οι απόψεις ποικίλουν ανάλογα με την οπτική που επιλέγεται κάθε φορά, για να συγκριθούν οι δυο διάσημες αμπελουργικές ζώνες.  Έτσι, σε κάποιες περιπτώσεις είναι δύσκολο κάποιος να διακρίνει την ύπαρξη οποιαδήποτε σύνδεσης, ενώ σε άλλες είναι δύσκολο να μην την αποδεχτεί.

Η πιο προφανής σύνδεση έχει να κάνει με τη γεωγραφία και την τοπογραφία των δύο περιοχών, καθότι συγκρίνοντας δύο μεσογειακές περιοχές είναι αναπόφευκτο να μην εντοπιστούν ομοιότητες. Το μεσογειακό κλίμα που αγαπούν οι ερυθρές ποικιλίες των δύο περιοχών είναι κοινό, με ηλιόλουστα καλοκαίρια και βροχερούς χειμώνες, ενώ και στην τοπογραφία των δύο περιοχών επικρατεί το έντονο ανάγλυφο όπου οι λόφοι διαμορφώνουν συνεχόμενες κοιλάδες και πεδιάδες.

Βέβαια, μπορεί οι δύο ζώνες να μοιράζονται κοινό κλίμα και να έχουν αντίστοιχη τοπογραφία, αλλά δυστυχώς- ή ευτυχώς- δεν μοιράζονται την ίδια ιστορική διαδρομή. Να σημειωθεί όμως ότι εδώ, δεν μπορεί κάποιος να ψέξει ή να κατηγορήσει τους Νεμεάτες  για την αδυναμία τους να μοιάσουν στις μεγάλες οικογένειες της Φλωρεντίας ή της Πίζας. Η ιστορική πορεία του Ελλαδικού χώρου ήταν για πολλούς αιώνες συνδεδεμένη με αυτή της Ανατολής, σε αντίθεση με αυτή του Ιταλικού χώρου που -έστω και με ασυνέχειες- είχε σαφή προσανατολισμό προς τη Δύση.

Στο παραπάνω μπορεί να στηριχθεί και η ανισομετρία των δύο περιοχών με την Τοσκάνη να υπερέχει σε αμπελουργικές εκτάσεις και σε παραγόμενη ποσότητα.  Το ίδιο ισχύει και για την εμπορική επιτυχία και την καταξίωση στα οποία υπερέχει η περιοχή της Τοσκάνης, αλλά θα ήθελε να της μοιάσει και η Νεμέα. Τέλος, να σημειωθεί ότι στο επίπεδο της τουριστικής ανάπτυξης και της εικόνας που παρουσιάζει η κάθε ζώνη στους επισκέπτες, η Νεμέα υστερεί κατά πολύ.

 

Μήπως λείπει κάτι;

Η όποια απάντηση λοιπόν για την ομοιότητα ή τη διαφορά τους στηρίζεται στο επίπεδο και την οπτική από την οποία συγκρίνονται οι δύο αμπελουργικές ζώνες. Αν όμως θέλουμε να αναζητήσουμε την βαθύτερη σύνδεσή τους, τότε η ανάλυση πρέπει να παρακάμψει τα ιστορικά και οικονομικά στοιχεία και να σκύψει στους αμπελώνες.

Τοσκάνη και Νεμέα είναι αμφότερες οι μεγαλύτερες ζώνες παραγωγής ερυθρών κρασιών ΠΟΠ στην Ιταλία και την Ελλάδα αντίστοιχα και η φήμη τους έχει χτιστεί πάνω στις ερυθρές ποικιλίες όπου ιστορικά καλλιεργούνται σε αυτές. Είναι όμως δύσκολο να γίνει άμεση σύγκριση του Sangiovese με το Αγιωργίτικο, γιατί όσα κοινά χαρακτηριστικά κι αν μοιράζονται υπάρχουν άλλα τόσα εντελώς διαφορετικά. Πριν όμως βγει το συμπέρασμα από την παραπάνω σύγκριση – που αφορά τα κρασιά που παράγουν οι δύο περιοχές τα τελευταία 25 χρόνια- ότι δεν υπάρχουν κοινά σημεία, πρέπει να ληφθούν υπόψιν δύο βασικά στοιχεία.

Ο χαμένος κρίκος και  η κοινή παραδοσιακή πρακτική

Είναι ίσως παράδοξο αλλά η βαθύτερη σύνδεση ανάμεσα στην Τοσκάνη και τη Νεμέα περνάει από μια γνωστή γαλλική αμπελουργική ζώνη, που βρίσκεται κοντά στην Μεσόγειο αλλά δεν μοιράζεται το εύκρατο κλίμα της. Στο βόρειο άκρο της αμπελουργικής περιοχής του Rhone βρίσκεται η ξακουστή περιοχή του Cote Rotie. Η εν λόγω περιοχή ξεχωρίζει για το ιδιαίτερο στυλ των ερυθρών κρασιών της, τα οποία όμως προκύπτουν από συνοινοποιήση ερυθρών και λευκών σταφυλιών. Συγκεκριμένα, τα σταφύλια της ποικιλίας Syrah ζυμώνουν μαζί με αυτά της ποικιλίας Viognier. Οι έρευνες που έχουν γίνει απέδειξαν ότι σε περιοχές που τα ερυθρά σταφύλια είχαν πρόβλημα πλήρους ωρίμασης, η προσθήκη λευκών σταφυλιών συνέβαλε στην αύξηση της σταθερότητας αλλά και της έντασης του χρώματος του ερυθρού κρασιού. Επιπλέον, τα λευκά σταφύλια -τα οποία συνήθως ωριμάζουν πριν τα ερυθρά- αφήνονταν να υπερωριμάσουν και με αυτό τον τρόπο προσέθεταν και περισσότερα ζάχαρα στο μούστο και συνεπώς παράγονταν πιο δυνατά κρασιά.

Η ίδια διαδικασία λοιπόν, λάμβανε μέρος και στη ζώνη της Τοσκάνης, όπου στο Sangiovese προσέθεταν, εκτός από ερυθρές, τις λευκές ποικιλίες Trebbiano και Malvasia. Ακόμα και σήμερα που η παραπάνω πρακτική έχει ατονήσει, η νομοθεσία που διέπει την παραγωγή του Chianti DOC επιτρέπει την συνοινοποίηση ερυθρών και λευκών σταφυλιών. Κανονικά, στη συνέχεια θα έπρεπε να γραφτεί πως και στη Νεμέα λαμβάνει μέρος η ίδια διαδικασία. Όπως ξέρουμε όμως, στη Νεμέα στην παραγωγή του οίνου ΠΟΠ επιτρέπεται εξ αρχής μόνο 100% Αγιωργίτικο. Φαίνεται λοιπόν ότι μας λείπει ένας κρίκος από την ιστορία, μια λευκή ποικιλία.

 

Σκλάβα η ποικιλία που παραλίγο να χαθεί

Η Σκλάβα είναι μια παραδοσιακή λευκή ποικιλία της περιοχής της Νεμέας η οποία σώθηκε χάρη στην επιμονή του Ζαχαριά, που διατήρησε την καλλιέργεια της όταν το σύνολο της Νεμέας προχωρούσε σε αναδιαμόρφωση των αμπελώνων σε γραμμικούς και υιοθετούσε την μονοκαλλιέργεια του Αγιωργίτικου. Η Σκλάβα είναι μια ποικιλία που ωριμάζει προς το τέλος του Αυγούστου 15-20 ημέρες πριν το Αγιωργίτικο. Έτσι, οι παλιοί αμπελουργοί διατηρούσαν μερικές ρίζες από Σκλάβα ανάμεσα στα Aγιωργίτικα για να βελτιώνουν τα αδύναμα ερυθρά σταφύλια, λόγω υψηλής στρεμματικής αποδοσης.

Η Σκλάβα μπορεί να μην επιτρέπεται να συνοινοποιηθεί με το Αγιωργίτικο για την παραγωγή οίνων ΠΟΠ, αλλά αποτελεί τον χαμένο κρίκο της παραπάνω ιστορίας. Τον κρίκο εκείνο που αποδεικνύει ότι τελικά η σύνδεση της Τοσκάνης και της Νεμέας είναι πολύ βαθύτερη από όσο φαίνεται σήμερα, αγγίζοντας το ίδιο το DNA τους, το αμπέλι.

Κώστας Προβατάς Dip WSET

 

Σημ: Η ποικιλία Σκλάβα τα τελευταία  χρόνια κυκλοφορεί σε μονοποικιλιακή εμφιάλωση από το οινοποιείο Ζαχαριά. Μια ποικιλία, που τα κρασιά που παράγει διακρίνονται για τα έντονα αρώματα ώριμων εσπεριδοειδών, φρέσκων πυρηνόκαρπων φρούτων και ανθών. Στο στόμα τα κρασιά είναι μεστά χωρίς να χάνουν την φρεσκάδα τους και έχουν επίμονα φρουτώδες τελείωμα.

 

 

Share this post