Το κρασί των Καναρίων Νήσων
Οι Κανάριες Νήσοι (ή Las Canarias) είναι μια σειρά νησιών ισπανικής ιδιοκτησίας στον Βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό, που βρίσκεται 350 μίλια από τη δυτική ακτή του Μαρόκου. Το εμπόριο κρασιού εκεί δεν είναι διάσημο – λίγα τοπικά κρασιά είναι αυτά που βγαίνουν έξω από τις Καναρίες Νήσους – αλλά υπάρχει μια μακρά και ιδιοσυγκρασιακή οινοποιητική παράδοση στην περιοχής.
Οι εντυπωσιακοί και μεγαλοπρεπείς Κανάριες Νήσοι βρίσκονται σε γεωγραφικό πλάτος περίπου 28 ° N, το οποίο τους καθιστά την πιο τροπική οινοποιητική περιοχή της Ευρώπης. Χάρη σε αυτή τη θέση, όπου διασταυρώνονται ναυτικές εμπορικές οδοί, η τοπική βιομηχανία οίνου πρωτοάνθισε , λίγο μετά από την περίοδο που τα νησιά τέθηκαν υπό ισπανική κυριαρχία στις αρχές του 15ου αιώνα. Το φημισμένο γλυκό κρασί της περιοχής, το Malmsey, το οποίο γίνεται από το σταφύλι Malvasia, ήταν εξαιρετικά δημοφιλές στους Άγγλους, τους Ολλανδούς και τους Γερμανούς, αλλά η δημοτικότητά του δεν είχε διάρκεια. Σήμερα, πολύ λίγο από το ντόπιο κρασί εξάγεται, λόγω της ισχυρής εγχώριας ζήτησης και της ακμάζουσας τουριστικής βιομηχανίας. Την δεκαετία του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, χορηγήθηκε επίσημα το πιστοποιητικό προέλευσης (DO) σε δέκα περιοχές.
Οι Κανάριες Νήσοι έχουν απόκοσμα τοπία και ζεστές θερμοκρασίες που προσελκύουν εκατομμύρια τουρίστες κάθε χρόνο. Τα θεαματικά, κοφτερά βράχια, οι χρυσοί αμμόλοφοι, η φαινομενικά ατελείωτη ακτογραμμή και το σεληνιακό τοπίο του Lanzarote είναι πολύ περισσότερο γνωστά από τα κρασιά της περιοχής.
Λόγω των θερμών και υγρών τροπικών συνθηκών που επικρατούν εδώ, οι Κανάριες Νήσοι δεν είναι, θεωρητικά, ένα ιδανικό μέρος για την καλλιέργεια σταφυλιών, αλλά έχουν ατομικά κλιματικά και τοπογραφικά χαρακτηριστικά που καθιστούν δυνατή την παραγωγή κρασιού. Το υψόμετρο των αμπελώνων που βρίσκονται σε πέτρινες βαθμίδες είναι ζωτικής σημασίας στην πλειοψηφία, και κυμαίνεται από 500 έως τα 1000 μέτρα και μερικές φορές ακόμη υψηλότερα. Αυτό εξασφαλίζει ότι η φρεσκάδα και η οξύτητα διατηρούνται στα σταφύλια. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι το έδαφος, το οποίο σε μεγάλο βαθμό, προέρχεται από την ηφαιστειακή δραστηριότητα του νησιού. Το έδαφος προσδίδει μεταλλικές, ήπιες και αλμυρές νότες στα ούτως ή άλλως αρωματικά τοπικά κρασιά.
Ένα ευρύ φάσμα εγχώριων σταφυλιών καλλιεργούνται για το κρασί, ενώ οι διεθνείς ποικιλίες σε μεγάλο βαθμό απουσιάζουν. Κάποια από τα πιστοποιημένα σταφύλια είναι τα Listan Blanco (Palomino), Malvasia, Marmajuelo, Listan Negro και Tintilla. Το υπο-τροπικό κλίμα ενδείκνυται για τις τοπικές ποικιλίες που επιτυγχάνουν υψηλό ιδανικό βάρος. Αυτός είναι ένας λόγος που οδηγεί στη τάση παραγωγής γλυκών κρασιών, συμπεριλαμβανομένων και των ενισχυμένων που ωριμάζουν με οξείδωση. Μερικά θεωρούνται ως εξαιρετικά υψηλής ποιότητας και έχουν υψηλές τιμές λόγω της πολύπλοκης φύσης τους. Η παραγωγή ποιοτικών κρασιών υποβοηθάται από τις συνολικές συνθήκες καλλιέργειας των νησιών, καθώς και από την ηλικία των αμπελιών (η φυλλοξήρα δεν έφτασε ποτέ εδώ και δεν χρειάστηκε ποτέ η εισαγωγή ριζωμάτων).
Το μεγαλύτερο νησί των Καναρίων Νήσων, η Τενερίφη, στεγάζει το ήμισυ των DO’S της περιοχής: Abona, Tacoronte-Acentejo, Valle de Guimar, Valle de la Orotava και Ycoden-Daute-Isora. Οι υπόλοιπες ονομασίες καλύπτουν στο σύνολο τους τα νησιά του Ελ Ιέρο, Γκραν Κανάρια, Λα Γκομέρα, Λα Πάλμα και Λανθαρότε. Κάθε περιοχή έχει ένα μοναδικό μικροκλίμα και σύνθεση εδάφους, από τα οποία προκύπτουν ιδιαίτερα κρασιά με χαρακτηριστικές μεταλλικές νότες.
Το 2014 ένας περιπετειώδης οινοπαραγωγός των Καναρίων Νήσων άρχισε να παράγει ένα κρασί από μπανάνα που ονομάζεται Plate, το οποίο είναι ημίξηρο και με μια ξεκάθαρη γεύση μπανάνας. Αυτή δεν ήταν η πρώτη απόπειρα των Καναρίων Νήσων να φτιάξουν κρασί από μπανάνα. Μερικά χρόνια πριν, ένας Γερμανός επιχειρηματίας προσπάθησε να φτιάξει μια σαμπάνια μπανάνας, αλλά απέτυχε παταγωδώς γιατί η συσκευασμένη ζάχαρη προκάλεσε ζυμώσεις που οδήγησε πολλά μπουκάλια στο να εκραγούν.